προσέπτα

προσέπτα
προσπέτομαι
fly to
aor ind act 3rd sg (epic)
προσέπτᾱ , προσπέτομαι
fly to
aor ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσπέτομαι — και προσπέταμαι Α 1. πετώ προς κάποιον ή προς κάτι 2. (για κακό ή συμφορά) ενσκήπτω («τίς γὰρ ποτ ἀρχὴ τοῡ κακοῡ προσέπτατο», Σοφ.) 3. καταλαμβάνω κάποιον αιφνιδιαστικά («τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ἀφεγγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… …   Dictionary of Greek

  • προσέπταθ' — προσέπτατο , προσπέτομαι fly to aor ind mid 3rd sg προσέπτᾱτε , προσπέτομαι fly to aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέπτατ' — προσέπτατο , προσπέτομαι fly to aor ind mid 3rd sg προσέπτᾱτε , προσπέτομαι fly to aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”